- επισπονδή
- ἐπισπονδή (Α) [επισπένδω]ανανεωμένη ανακωχή ή ανακωχή που μπορεί να ανανεωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισπονδάς — ἐπισπονδά̱ς , ἐπισπονδή treaty made after another fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)